μεταναστευτικός

μεταναστευτικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με τη μετανάστευση ή το μετανάστη.
2. (για πουλιά), αποδημητικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταναστευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετανάστευση ή στον μετανάστη 2. (κυρίως για πτηνά) αυτός που έχει την ιδιότητα να αλλάζει τόπο διαμονής κατά ορισμένες εποχές και να επανέρχεται, αποδημητικός («μεταναστευτικά πτηνά») 3. (φρ)… …   Dictionary of Greek

  • αποδημητικός — ή, ό (Α ἀποδημητικός, ή, όν) [αποδημώ] αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός νεοελλ. «ἀποδημητικά πτηνά» τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν αρχ. 1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει 2. θνητός …   Dictionary of Greek

  • εκτοπιστικός — ή, όν (Α ἐκτοπιστικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό 2. αυτός που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, μεταναστευτικός, διαβατικός, διαβατάρικος …   Dictionary of Greek

  • ταξιδιάρικος — η, ο, Ν [ταξιδιάρικος] αποδημητικός, μεταναστευτικός («ταξιδιάρικα πουλιά») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”